Η άνευ προϋποθέσεων αναγνώριση ενός μέτρου εξυγίανσης πιστωτικού ιδρύματος με αναδρομική ισχύ αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης αν συνεπάγεται ότι ο πελάτης δεν μπορεί πλέον να κινήσει ένδικη διαδικασία επί της ουσίας κατά της «μεταβατικής τράπεζας» στην οποία είχε προηγουμένως μεταβιβαστεί το επίμαχο στοιχείο του παθητικού, έκρινε σήμερα το Δικαστήριο της ΕΕ, εξετάζοντας υπόθεση που αφορά πορτογαλικές τράπεζες.
Το ΔΕΕ στην απόφασή του σημειώνει ότι, δυνάμει της οδηγίας 2001/24, τα μέτρα εξυγίανσης εφαρμόζονται κατ’ αρχήν σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους μέλους καταγωγής και παράγουν τα αποτελέσματά τους σύμφωνα με το δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους σε ολόκληρη την Ένωση, χωρίς άλλες διατυπώσεις.
Εντούτοις, κατ’ εξαίρεση από την αρχή αυτήν, το άρθρο 32 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι τα αποτελέσματα των μέτρων εξυγίανσης επί εκκρεμούς δίκης με αντικείμενο πράγμα ή δικαίωμα των οποίων απεκδύθηκε το πιστωτικό ίδρυμα διέπονται αποκλειστικά από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υφίσταται η εκκρεμοδικία.
Το ΔΕΕ επισημαίνει ότι η εφαρμογή του άρθρου 32 απαιτεί τη σωρευτική συνδρομή τριών προϋποθέσεων και ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνται στη διαφορά ενώπιον του Tribunal Supremo:
1) πρέπει να πρόκειται για μέτρα εξυγίανσης κατά την έννοια της οδηγίας 2001/24, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση, καθώς οι αποφάσεις της 29ης Δεκεμβρίου 2015 αποσκοπούν στη διατήρηση ή στην αποκατάσταση της οικονομικής κατάστασης πιστωτικού ιδρύματος.
2) πρέπει να υφίσταται εκκρεμής δίκη, έννοια η οποία καλύπτει μόνον τις επί της ουσίας διαδικασίες. Στην κρινόμενη υπόθεση, αφενός, η διαδικασία της κύριας δίκης πρέπει να θεωρηθεί ως διαδικασία επί της ουσίας και, αφετέρου, οι αποφάσεις της 29ης Δεκεμβρίου 2015 εκδόθηκαν σε χρόνο κατά τον οποίον η διαδικασία που κίνησε η VR στις 4 Φεβρουαρίου 2015 ήταν ήδη εκκρεμής.
3) η εκκρεμής δίκη πρέπει να έχει ως αντικείμενο «πράγμα ή δικαίωμα των οποίων απεκδύθηκε το πιστωτικό ίδρυμα». Λαμβανομένων υπόψη των αποκλίσεων μεταξύ των γλωσσικών αποδόσεων του άρθρου 32 της οδηγίας 2001/24, το Δικαστήριο εξετάζει τον σκοπό της διάταξης αυτής και διαπιστώνει ότι συνίσταται στην υπαγωγή των αποτελεσμάτων που παράγουν τα μέτρα εξυγίανσης ή οι διαδικασίες εκκαθάρισης σε εκκρεμή δίκη στο δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο εκκρεμεί η δίκη.
Κρίνει όμως ότι “δεν θα ήταν όμως συνεπές προς τον σκοπό αυτόν να αποκλειστούν από την εφαρμογή του τελευταίου αυτού δικαίου τα αποτελέσματα που παράγουν τα μέτρα εξυγίανσης επί εκκρεμούς δίκης, όταν η δίκη αυτή αφορά ενδεχόμενες υποχρεώσεις οι οποίες μεταβιβάστηκαν σε άλλη οντότητα μέσω των εν λόγω μέτρων εξυγίανσης”.
Κατά συνέπεια, το ΔΕΕ τονίζει ότι “το άρθρο 32 πρέπει να εφαρμόζεται σε εκκρεμή δίκη με αντικείμενο ένα ή περισσότερα περιουσιακά στοιχεία του πιστωτικού ιδρύματος, τόσο του ενεργητικού όσο και του παθητικού του, τα οποία αποτελούν αντικείμενο των μέτρων εξυγίανσης, όπως είναι η επίμαχη στην υπόθεση ενώπιον του Tribunal Supremo ενδεχόμενη υποχρέωση”.
Το ΔΕΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η οδηγία 2001/24, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα της αρχής της ασφάλειας δικαίου και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής, αντιτίθεται στο να αναγνωρίζονται χωρίς άλλη προϋπόθεση σε εκκρεμή δίκη επί της ουσίας τα αποτελέσματα μέτρου εξυγίανσης, όπως οι αποφάσεις της 29ης Δεκεμβρίου 2015, όταν μια τέτοια αναγνώριση έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί αναδρομικώς την παθητική του νομιμοποίηση στην εκκρεμή δίκη το πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο είχε μεταβιβαστεί το στοιχείο του παθητικού με ένα πρώτο μέτρο εξυγίανσης, με συνέπεια να αμφισβητούνται οι δικαστικές αποφάσεις που έχουν ήδη εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος και που αποτελούν το αντικείμενο της ίδιας δίκης.
Πηγή : ΚΥΠΕ